- αφοπλίζομαι
- αφοπλίζομαι, αφοπλίστηκα, αφοπλισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαρματώνω — (Μ ξαρματώνω και ξερματώνω και ξηρματώνω) αφαιρώ τα άρματα, τον οπλισμό από κάποιον, αφοπλίζω νεοελλ. 1. αφαιρώ τον εξοπλισμό, δηλ. τα κατάρτια, τα πανιά και τα άρμενα πλοίου, παροπλίζω 2. μτφ. προσβάλλω κάποιον αφοπλίζοντάς τον 3. βγάζω τα όπλα … Dictionary of Greek
οπλολογώ — ὁπλολογῶ, έω (Α) 1. συλλέγω όπλα 2. παθ. ὁπλολογοῡμαι, έομαι αφοπλίζομαι από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + λογῶ*] … Dictionary of Greek
υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ … Dictionary of Greek
ξαρματώνω — ξαρμάτωσα, ξαρματώθηκα, ξαρματωμένος 1. αφαιρώ τον οπλισμό, αφοπλίζω: Μα δεν τον ήλαχα ποτέ να τόνε ξαρματώσω (Ερωτόκριτος). 2. αφαιρώ αρματωσιά, αποσκευάζω, απογυμνώνω από τον εξοπλισμό. 3. το μέσ., ξαρματώνομαι αποβάλλω τα όπλα, αφοπλίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)